15 Δεκεμβρίου, 2015

Τζακια, εκει οπου η παραδοση συναντα την νεα τεχνολογια

Μπορεί το τζάκι να φέρνει στο μυαλό εικόνες από παράδοση, ζεστασιά και σπιτική θαλπωρή, πλέον όμως η έννοια της λέξης έχει επανέλθει με έμφαση και στην εναλλακτική θέρμανση, την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και την οικολογική συνείδηση.

Ζέστη με δυο απλές κινήσεις
Αν και είναι μια από τις πιο απλές και παλιές συσκευές – επινοήσεις θέρμανσης του ανθρώπου σε κλειστό χώρο, το σημερινό τζάκι λίγο μοιάζει με εκείνο του χτες. Το παραδοσιακό τζάκι αποτελείται από μια κεντρική εστία στην οποία τοποθετείται το καύσιμο – συνήθως ξύλο- και μια καμινάδα για την απαγωγή των καυσαερίων και την έξοδό τους στην ατμόσφαιρα. Ανάλογα με την καύσιμη ύλη που χρησιμοποιούν, μπορούν να διαχωριστούν σε τζάκια ξύλου ή πέλλετ, ενώ ανάλογα με τον τρόπο που μεταφέρουν τη θερμότητα στο χώρο διακρίνονται σε αερόθερμα ή υδραυλικά. Η πιο σημαντική τους διάκριση όμως είναι σε απλά (παραδοσιακά) και ενεργειακά.

Επιμένοντας ενεργειακά
Τα απλά παραδοσιακά τζάκια λειτουργούν με τον τρόπο που περιγράφηκε παραπάνω. Η θερμότητα που παράγεται από τη καύση του ξύλου ακτινοβολείται από τη «πλάτη» της εστίας που αποτελείται από πυρίμαχο υλικό. Κατηγοριοποιούνται σε χτιστά (αυτά που τοποθετούνται επί τόπου στο χώρο, με τον σωστό ελκυσμό να είναι δύσκολο να επιτευχθεί, με αποτέλεσμα να μην αποδίδουν καλή ποιότητα καύσης) και τα προκατασκευασμένα (κατασκευασμένα από πυρίμαχα υλικά, με αρκετά μεγάλο ελκυσμό και απόδοση που φτάνει μέχρι και το 30%). Το κακό σε αυτή τη περίπτωση είναι ότι έως και το 80% της παραγόμενης θερμότητας «χάνεται» μέσω της καμινάδας στο περιβάλλον.

Αυτό έρχονται να διορθώσουν τα ενεργειακά τζάκια, αντικαθιστώντας την ανοιχτή εστία με μια κλειστή μεταλλική κατασκευή που τοποθετείται μέσα στην ήδη υπάρχουσα δομή. Με αυτό τον τρόπο η θερμότητα παγιδεύεται και στη συνέχεια μπορεί να αποδοθεί στο χώρο μέσω ειδικών εύκαμπτων αεραγωγών. Σημείο αναφοράς, η γυάλινη πόρτα του τζακιού που θυμίζει πλέον σόμπα και η οποία κλείνοντας σφραγίζει το θάλαμο καύσης.Έτσι επιτρέπουμε να εισέλθει στο εσωτερικό της εστίας μόνο όσος αέρας θέλουμε εμείς, ρυθμίζοντας την ένταση της φλόγας και άρα την κατανάλωση.
Πολλές φορές τοποθετούνται και ανεμιστήρες στους αεραγωγούς, αυξάνοντας την ταχύτητα διάχυσης της ζέστης στο εσωτερικό του σπιτιού.

Το αποτέλεσμα είναι η εξοικονόμηση σημαντικού ποσοστού καύσιμης ύλης, που ανεβάζει την απόδοση του συστήματος σε σχέση με ένα παραδοσιακό, τουλάχιστον κατά 50%. Στην περίπτωση του πέλλετ, τροφοδοσία, ανάφλεξη και ώρες λειτουργίας του τζακιού ρυθμίζονται ηλεκτρονικά, ενώ η αυτονομία εξαρτάται από το μέγεθος της αποθήκης καυσίμου. Σε αυτή τη περίπτωση βέβαια «αγκάθι» είναι το αυξημένο κόστος απόκτησης και εγκατάστασης, που πρέπει να γίνεται πάντα από εξειδικευμένο τεχνίτη.

Πρακτικότητα και Οικονομία
Παρά την ασύγκριτη απλότητα στη χρήση του τζακιού ως μέσο θέρμανσης, ας δούμε και κάποια από τα μειονεκτήματά του και κατά πόσο η οικονομική του λειτουργία μπορεί να τα υπερκαλύψει. Η απουσία ηλεκτρικής ενέργειας για την έναυση είναι σίγουρα ένα από τα υπέρ, όμως η δυσκολία του ανάμματος ειδικά όταν τα ξύλα έχουν υγρασία, δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέα. Αυτό βέβαια αντιμετωπίζεται εύκολα με το να γίνεται η προμήθεια της ξυλείας τους καλοκαιρινούς μήνες και μέχρι τον Σεπτέμβριο. Πέρα από αυτό, η συχνή τροφοδοσία αλλά και η απαραίτητη επιτήρηση της φωτιάς για λόγους ασφαλείας είναι επιβεβλημένη. Ας μην ξεχνάμε βέβαια και την αποθήκευση – μεταφορά των ξύλων που έχουν βάρος, αλλά και την απομάκρυνση της στάχτης που μπορεί να γίνει ο εφιάλτης μιας νοικοκυράς. Αν και όλοι αυτοί οι λόγοι, σε συνδυασμό με ένα εξίσου σημαντικό πρόβλημα που είναι τα προϊόντα της καύσης του τζακιού, μπορεί να αποτελέσουν αποτρεπτικό παράγοντα αγοράς για κάποιους, η οικονομία που προσφέρει βγάζει πολλούς από τη δύσκολη θέση επιλογής συστήματος θέρμανσης.

Υδραυλικά τζάκια για ζέστη σε κάθε γωνία του σπιτιού
Είναι αρκετές οι περιπτώσεις ιδιοκτητών που δεν σκέφτηκαν τα έξοδα και τις εργασίες τοποθέτησης ενός υδραυλικού τζακιού, αναλογιζόμενοι τα οφέλη που θα αποκομίσουν. Το υδραυλικό τζάκι ανεβάζει ακόμα περισσότερο την απόδοση του συστήματος, καθώς δίνει τη δυνατότητα να θερμανθούν και άλλοι χώροι του σπιτιού που δεν έχουν άμεση επαφή με το χώρο στον οποίο βρίσκεται. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την παραγωγή ζεστού νερού χρήσης. Αποτελείται από ένα περίβλημα – δεξαμενή με νερό γύρω από την εστία, ή από σωλήνες που βρίσκονται τοποθετημένοι μέσα στο σπίτι. Η θερμότητα απορροφάται από το νερό και στη συνέχεια, μέσω ενός κυκλοφορητή, διανέμεται στα σώματα του καλοριφέρ.

Μπορεί να μην διακρίνεται από την αυτόματη λειτουργία που μπορεί να έχει ένας λέβητας, όμως η η φθηνή καύσιμη ύλη ειδικά για τις ώρες λειτουργίας του τζακιού, συμβάλλει στην εξοικονόμηση χρημάτων με το μέγιστο δυνατό τρόπο. Αυτό είναι γνωστό ιδιαίτερα σε περιοχές μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου η προμήθεια ξυλείας μπορεί να προκύπτει π.χ. από αγροτικές εργασίες και έχει αμελητέο κόστος. Απαραίτητη προϋπόθεση, βέβαια, η τοποθέτησή του από έμπειρο και εξειδικευμένο υδραυλικό – εγκαταστάτη, ειδικά σε περιπτώσεις που γίνεται μετατροπή από υπάρχον τζάκι.

Η προσεκτική εγκατάσταση είναι σημαντική γιατί θα γλιτώσει από πολύ κόπο και βάσανα τον ιδιοκτήτη στο μέλλον. Δεν είναι λίγες οι αναφορές από δυσαρεστημένους καταναλωτές που έκαναν λόγο για καπνό μέσα στο σπίτι, μαυρίλα σε τοίχους άλλων ορόφων, αδυναμία θέρμανσης στα απομακρυσμένα καλοριφέρ του σπιτιού, ακόμα και διαρροές. Επομένως, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, πέρα από την αγορά του σωστού τύπου τζακιού, και στην επιλογή του συνεργείου τοποθέτησης.

Τζάκι και αιθαλομίχλη: Φίλος ή εχθρός;
Ανεξάρτητα από τον τύπο ή τη λειτουργία τους, τα τζάκια έχουν ένα κοινό κακό: την επιβάρυνση του ατμοσφαιρικού αέρα με σημαντική ποσότητα καυσαερίων, πράγμα που μπορεί και θα έπρεπε να προβληματίσει τον ευαισθητοποιημένο καταναλωτή. Κατά την καύση του το ξύλο παράγει σημαντικά ποσοστά μονοξειδίου του άνθρακα, οξειδίου του αζώτου, πτητικούς υδρογονάνθρακες και, τέλος, τα γνωστά σε όλους μας αιωρούμενα σωματίδια. Τα ποσοστά αυτά είναι ανησυχητικά, ειδικά με την όλο και πιο συχνή χρήση των τζακιών στην εποχή της κρίσης. Είναι υπεύθυνα για το φαινόμενο της αιθαλομίχλης πάνω από τα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και για αναπνευστικά και άλλα προβλήματα υγείας που συνδέονται με την ποιότητα του αέρα που αναπνέουμε.

Για να γίνει πιο εύκολα κατανοητό αυτό, αξίζει να αναφερθεί πως, σύμφωνα με μελέτη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, οι ρύποι που παράγονται από την καύση ξυλείας σε τζάκι ανοιχτού θαλάμου (παραδοσιακό), είναι περίπου 350 φορές περισσότεροι (σε σχέση με το πετρέλαιο) για το μονοξείδιο του άνθρακα και 4 φορές περισσότεροι για το διοξείδιο του αζώτου. Εκεί όμως που τα πράγματα είναι ακόμα πιο σοβαρά, είναι στην περίπτωση των αιρούμενων σωματιδίων, που η αύξηση είναι κατά 166 φορές μεγαλύτερη από έναν απλό λέβητα πετρελαίου, αλλά και των πτητικών υδρογονανθράκων όπου οι ρύποι αυξάνονται κατά 2880 φορές!

Το σημαντικό σε αυτή την υπόθεση είναι ότι τουλάχιστον στην περίπτωση των ενεργειακών τζακιών, οι παραπάνω τιμές μειώνονται περίπου στο μισό.
Αν σε αυτά τα ποσοστά όμως προσθέσουμε και τη χρήση μη ενδεδειγμένης ξυλείας από ασυνείδητους ή προϊόντων ξύλου που έχουν υποστεί χημική επεξεργασία (πχ βερνίκια) και είναι ακατάλληλα για καύση, τότε τα πράγματα γίνονται αρκετά επικίνδυνα. Για να περιοριστεί κάπως το φαινόμενο αυτό θα πρέπει να ακολουθούνται πιστά οι οδηγίες που δίνονται από την πολιτεία, ειδικά κατά την περίοδο που τα φαινόμενα είναι εντονότερα. Ας είμαστε λοιπόν συνετοί στη χρήση της ξυλείας ως βασική πηγή θέρμανσης, τουλάχιστον μέχρι να δοθούν ξανά κίνητρα για την αντικατάσταση των παραδοσιακών συστημάτων με νέα εναλλακτικά, οικολογικά και λιγότερο ρυπογόνα.

Η διαφορά με το εξωτερικό
Ιδιαίτερα αυστηρές εμφανίζονται οι αρχές στο εξωτερικό και κυρίως στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά τις εκπομπές αερίων που πραγματοποιεί ο κάθε ιδιώτης. Η τοπική αυτοδιοίκηση πραγματοποιεί ετήσιες καταγραφές των συστημάτων θέρμανσης που βρίσκονται σε κάθε κτίριο (σπίτι, επιχειρήσεις, βιομηχανίες) και των εκπομπών τους και τα ελέγχει ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Σε περίπτωση που κάποιος βρεθεί με εκπομπές περισσότερες από το επιτρεπόμενο όριο για τη θέρμανσή του, θα καταγραφεί και θα επανεξεταστεί σε ένα μήνα, ώστε να διαπιστωθεί εάν έχει προβεί στις κατάλληλες ενέργειες για τη μείωση των εκπομπών. Αν και τη δεύτερη φορά συμβεί το ίδιο, το πρόστιμο που θα του επιβληθεί ανέρχεται σε υπέρογκα ποσά, ενώ εάν συνεχίσει να μην συμμορφώνεται, η τοπική αυτοδιοίκηση έχει το δικαίωμα να τον υποχρεώσει να κλείσει το σύστημα θέρμανσης που χρησιμοποιεί.